ἐπηύθυνον

ἐπηύθυνον
ἐπηύθῡνον , ἐπευθύνω
guide
imperf ind act 3rd pl
ἐπηύθῡνον , ἐπευθύνω
guide
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επευθύνω — ἐπευθύνω (Α) 1. οδηγώ σ ένα σημείο («ἐπευθύνειν γὰρ οὐχ ἱκανὴ τὸ σῶμα διὰ τὴν βραχύτητα» [για λαγωνικό], Ξεν.) 2. διευθύνω, διοικώ («πολίσματα πύργινα πάντ ἐπηύθυνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευθύνω «κατευθύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”